σύνεγγυς

σύνεγγυς
σύν-εγγυς, ganz nahe

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύνεγγυς — near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνεγγυς — ΝΑ επίρρ. τοπ. πολύ κοντά νεοελλ. φρ. «εκ τού σύνεγγυς» από πολύ κοντά αρχ. 1. χρον. πολύ σύντομα 2. ως επίθ. όμοιος («σύνεγγυς δὲ κατὰ τὴν ἁφήν ἐστι τοῑς ὀστοῑς», Αριστοτ.) 3. (με ουδ. αρθρ. ως ουσ.) τὸ σύνεγγυς η εγγύτητα 4. φρ. «τὰ σύννεγυς… …   Dictionary of Greek

  • ξύνεγγυς — σύνεγγυς , σύνεγγυς near indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Macedonia naming dispute — Macedonia (region)     Macedonia (Greece)    …   Wikipedia

  • CAULONIA — apud Soli. c. 2. Notum est, a Philocteta Petiliam constitutam Caudoniam et Terinam a Crotoniensibus, etc. et Marcianum Heracleotam, Ε῎χεται δὲ τούτων πρῶτα μὲν Καυλωνία, Ε᾿κ τȏυ Κρότωνος ἥτις ἐχ᾿ ἀποιχίαν. Α᾿πὸ τȏυ συνεγγὺς κειμέννου τε τῇ πόλει… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • σχέδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. (λόγιος τ.) ναυτ. (παράγγελμα σχετικά με συρόμενο σχοινί) ήρεμα μσν. αρχ. από πολύ κοντά, εκ τού σύνεγγυς αρχ. σιγά σιγά («σχέδην εἰς τὰ ἱερὰ διελαύνειν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σχεδόθεν — Α επίρρ. 1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ τού σύνεγγυς β) (συν. χρησιμοποιείται αντί τού σχεδόν) πλησίον, κοντά 2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εγγύ θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՐՁ — ( ) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c նխ.մ. πλησίον, ἑγγύς, ἕγγιον, σύνεγγυς prope, proxime, juxta ἑγγύτερον propius. եւ բայիւ ἑγγίζω, συνεγγίζω appropinquo πάρεστι adest. Մօտ. հուպ. առընթեր. ներկայ. մօտը,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”